- ὀργῶσα
- ὀργάωto be getting ready to bearpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)ὀργάζωsoftenfut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀργώσας — ὀργώσᾱς , ὀργάω to be getting ready to bear pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ὀργώσᾱς , ὀργάω to be getting ready to bear pres part act fem gen sg (doric) ὀργώσᾱς , ὀργάζω soften fut part act fem acc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οργώνω — όργωσα, οργώθηκα, οργωμένος 1. καλλιεργώ χωράφι με το αλέτρι. 2. μτφ., περπατώ, ταξιδεύω αναζητώντας κάτι ή για προσωπικές μου δουλειές: Οργώσαμε τη Μακεδονία σε δύο μέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οργώνω — οργώνω, όργωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής